- ἐπιθολοῦν
- ἐπιθολόωmake turbidpres part act masc voc sgἐπιθολόωmake turbidpres part act neut nom/voc/acc sgἐπιθολόωmake turbidpres inf act (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιθολώ — ἐπιθολῶ, όω (AM) 1. καθιστώ κάτι θολό ή σκοτεινό, θολώνω, μαυρίζω («ἐπιθολώσει τὸ ῥεῖθρον τῷ φόνῳ τῶν Φρυγῶν», Λουκιαν.) 2. μτφ. θολώνω, επισκοτίζω, διαταράσσω («ἐπιθολοῦν τὴν φιλίαν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek